ΠΟΙΑ ΓΥΜΝΙΑ ΑΠΟΤΥΠΩΘΗ ΣΤΗΝ ΙΡΙΔΑ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙΕΙ ΟΠΗ ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ;

ΠΟΙΑ ΓΥΜΝΙΑ ΑΠΟΤΥΠΩΘΗ ΣΤΗΝ ΙΡΙΔΑ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙΕΙ ΟΠΗ ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ;
Λεπτομέρεια από πίνακα του Ιωάννη

αγάπες παντοτινές

αγάπες παντοτινές

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

ερωτας αδιεξοδος...

Τα μυστικά σου αγαπώ
περάσματα
απ΄όπου να διαβώ
ποτέ δεν θα μπορέσω....

ΤΙ ΩΡΑΙΟΣ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ....

Τι ωραίος που ήσουν αγάπη μου
γυμνός
με μια γύμνια
που δεν με αφορούσε...
Σαν ενοχή απέναντι
στον εξομολόγο της.

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΔΙΤΣΑΣ, εγράφη κι αφιερώθηκε στο ΑΛΕΦ πέρισυ τέτοιο καιρό... Εφέτο ας το μοιραστούμε με τους λίγους καλούς φίλους

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια πόλη με πολύ κουρασμένους ανθρώπους. Γύρω η πόλη είχε δέντρα και σύδεντρα κι εκεί κρύβονταν τα λίγα ζώα που είχαν γλιτώσει από το κυνήγι. Κρύβονταν εκεί, γιατί οι άνθρωποι, ήσαν πολύ κουρασμένοι για να κυνηγήσουν. Ζούσε και μια οικογένεια αλεπούδων. Ο μπαμπάς-Αλέπος, η μαμά-Αλεπού και το μονάκριβό τους Αλεπουδάκι.
Κάθε ξημέρωμα, η μαμά-Αλεπού έλεγε παραμύθια στο μικρό της να το νανουρίσει. Έλεγε παραμύθια για τη ζωή και τις δυσκολίες των ανθρώπων. Για τα δεινά και τα παθήματα τους. Έτσι, το μικρό, έκλαιγε και στενοχωριότανε κι αν κοιμόταν, κοιμόταν μέσα στο δάκρυ. «Αυτά, είναι ανθρώπινα καμώματα» σκέφτηκε η κυρία Αλεπού και σταμάτησε τα πρωινά να μιλάει. Το αλεπουδάκι έμεινε άυπνο. Μια, δυο, τρεις μέρες. Είδε κι απόειδε η μαμά-Αλεπού, κάθισε κάτω να σκεφτεί. Την βλέπει π μπαμπάς-Αλέπος την καθησυχάζει. «Μην του λες για την ζωή των ανθρώπων αφού στενοχωριέται τόσο πολύ»
«Και γιατί να του μιλήσω;»
«Μίλα του για τα όνειρά τους. Αυτά, σίγουρα είναι πιο ευχάριστα»
«Έχεις δίκιο» είπε και ησύχασε.

Το ίδιο βράδυ, άρχισε να νανουρίζει το μικρό αλεπουδάκι, με τα όνειρα των ανθρώπων, που τα μάθαινε με τρεις τρόπους. Ο πρώτος ήταν να κρυφακούει όποιον μιλούσε μόνος του, στον δρόμο, η στα χωράφια. Ο δεύτερος, σαν ο ένας τα έλεγε σε κάποιον άλλον κι ο τρίτος, να παραφυλάει τις νύχτες, κοντά στα σπίτια, στις αυλές και στις καμινάδες και να πιάνει τα όνειρά τους, πριν μπούνε στον ύπνο τους.
Το μικρό αλεπουδάκι, ήταν τρισευτυχισμένο. Κοιμόταν χαρούμενο κι ο ύπνος του ήταν γεμάτος εικόνες από τα όνειρα των ανθρώπων. Χρυσάφι, παλάτια, ταξίδια, φορέματα, παιδιά, χορούς, έρωτες, σπουδές, καρπούς.
Η μαμά-Αλεπού, ήταν καταχαρούμενη. Υπήρχε μόνο κάτι που την απασχολούσε. Σαν τελειώνανε τα όνειρα των ανθρώπων; Τι θα έκανε;
«Ποτέ δεν τελειώνουν τα όνειρα των ανθρώπων» την καθησύχασε ο μπαμπάς-Αλέπος. «Πάντα ζητούν κι άλλα. Πάντα ονειρεύονται κι άλλα»

Περάσανε μέρες. Βδομάδες. Μήνες. Χρόνια. Κάποτε η μαμά-Αλεπού, τέλειωσε με τα όνειρα όλων των κατοίκων της πόλης και ξανάρχισε απ΄ την αρχή. Όνειρα ίδια, των ίδιων κουρασμένων ανθρώπων. Για χρυσάφι, παλάτια, ταξίδια, φορέματα, παιδιά, χορούς, έρωτες, σπουδές, καρπούς.
«Αυτά μου τα ξανάπες!» γκρίνιαξε το μικρό.
«Αυτά ονειρεύονται ακόμα, αυτά σου λέω» απάντησε η μαμά ενοχλημένη. «Σου μίλησα για τα όνειρα όλων των ανθρώπων, τι άλλο θέλεις;»
«Κάνεις λάθος. Δεν μου μίλησες για τα όνειρα του κοριτσιού» πεισμώνει το μικρό.
«Κορίτσι; Ποιο κορίτσι;» έκανε η μαμά-Αλεπού πως δεν κατάλαβε.
«Το κορίτσι στην άκρη της πόλης. Που ζει στα πολλά λουλούδια και στα πολλά κλειστά παράθυρα»
«Ω…άστο αυτό. Σου είπα όλα τ άλλα. Τι τα θες τα όνειρα αυτού του χτικιάρικου;
Τα όνειρά του, μπορεί να είναι χειρότερα από τη ζωή όλων των ανθρώπων»
«Δε με νοιάζει. Εγώ άκουγα όλα αυτά τα ανούσια….γιατί περίμενα ν ακούσω για κείνο το μοναχικό κορίτσι»
«Εντάξει. Λοιπόν δεν μπορώ να μάθω τα όνειρά του» θύμωσε η μαμά-Αλεπού. «Εξ άλλου μεγάλωσες. Δεν έχεις ανάγκη από παραμύθια. Χτύπησε την ουρά της κάτω κι άφησε μόνο του το μικρό αλεπουδάκι.

Πέρασε μια μέρα, δεύτερη, τρίτη…Το μικρό αλεπουδάκι έμενε άκεφο και άυπνο. Και νηστικό! Ήρθε κι αδυνάτιζε κι όλο αδυνάτιζε. Το έβλεπε η Αλεπού κι έλιωνε. «Τι να κάνω, τι να κάνω;» αναρωτιόταν «Θα το χάσω έτσι κι αλλιώς. Είτε του πω είτε όχι, θα το χάσω» σκέφτηκε κι ακούμπησε στην παλάμη της κι έκλαιγε.
«Θα το χάσεις έτσι κι αλλιώς» βεβαίωσε κι ο πατέρας. «Θα το χάσουμε» κι έσπρωξε την μαμά-Αλεπού στο δωμάτιο που καθόταν σκεφτικό το αλεπουδάκι.
«Άκουσε μικρό μου» του είπε «Το κορίτσι που σε νοιάζει, δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους»
«Σαν τι είναι;» πήρε φωτιά το μικρό και τράβηξε το σκαμνί στα πόδια της μάνας του.
«Δεν είναι σαν τους άλλους γιατί δεν ονειρεύεται ότι κι οι άλλοι»
«Και πως το ξέρεις εσύ;» τράβηξε το σκαμνάκι ακόμα πιο κοντά με ανοικτά μάτια και αυτιά.
«Εμείς οι αλεπούδες μικρό μου, μπορούμε να ξέρουμε για τα όνειρα των ανθρώπων, τα συνηθισμένα. Όσα ευχαριστούν την επίγεια ζωή. Χρυσάφια, ταξίδια, τροφές, διασκεδάσεις….Ο Θεός που μας έφτιαξε δεν μας έδωσε την ικανότητα να ξέρουμε τα «Άλλα». Τα όνειρα που κάνουν λίγοι άνθρωποι»
«Σαν τι; Πες μου, πες μου, πες μου!»
«Να, σαν την παντοτινή αγάπη, την ειρήνη, την αλληλεγγύη…δεν ξέρω»
«Δεν καταλαβαίνω»
«Ούτε εγώ. Για μένα είναι μόνο λέξεις»
«Εγώ δεν θέλω μόνο λέξεις. Θέλω κάτι πιο πολύ»
«Σαν τι θες;»
«Θέλω να καταλαβαίνω και να νοιώθω ότι και η κοπελίτσα»


Η κυρία Αλεπού έφυγε. Βγήκε στο δάσος κι έπεσε σε μεγάλο κοπετό. Βγήκαν και τ αγρίμια και την συντρέξανε. «Τι συμβαίνει κυρία Αλεπού;»
«Το και το κι αλί. Αλί ….αλί κι αλίμονο»
Πέσανε όλοι σε ολοφυρμό. Ακούει κι ο κύριος-Χαλεπός τον σαματά, τρέχει τι να δει;
Όλο το ζωικό βασίλειο να κολυμπά στην απελπισία.
«Για ηρεμήστε παρακαλώ» προσπάθησε να επιβληθεί «Πέστε μου κι εμένα τι συμβαίνει»
Όλοι στραφήκανε στην κυρία Αλεπού, που πήρε τον λόγο και άρχισε μέσα σε δάκρυα και στεναγμούς να εξηγεί τον λόγο της γενικής απελπισίας. Ο κύριος Χαλεπός σκέφτηκε, σκέφτηκε και τέλος σηκώθηκε και μίλησε.
«Ως φαίνεται, η εποχή μας πέρασε. Άρχισε η ράτσα μας να εξελίσσεται. Ως τώρα, όλα ήσαν φυσικά. Κυνήγι, φαγητό, διαιώνιση του είδους, ένστικτο με λίγα λόγια. Από τώρα κάτι φαίνεται αλλάζει. Και στις αλλαγές, κανείς δεν πρέπει να μπαίνει εμπόδιο»
«Μα πρόκειται για το μονάκριβό μας…Το παιδί μας!» αντιγύρισε η μαμά-Αλεπού.
«Έχω ακούσει εγώ για θυσίες μονάκριβων…..»
«Μα είμαστε μεγάλοι για να….»

«Γι αυτό και θάναι σημαντική η συμμετοχή μας στην εξέλιξη της φυλής μας. Πήγαινε γυναίκα. Και κάνε αυτό που πρέπει» είπε ο γέρο-Αλέπος και χάθηκε στα σύδεντρα με ψηλά το κεφάλι.

Η μαμά-Αλεπού, σκούπισε με την ποδιά τα μάτια της, ευχαρίστησε όλα τα ζώα για την συμπαράσταση κι επέστρεψε σπίτι. Το μικρό αλεπουδάκι περίμενε.
«Λοιπόν;» ρωτά με τεράστια μάτια τη μάνα του.
«Λοιπόν; Τι λοιπόν;» προσπαθεί εκείνη να κρύψει την λύπη της στον θυμό. «Σου χάρισα στα παραμύθια μου, τα μυστικά των ανθρώπων όλων. Τις ζωές τους και τα όνειρά τους. Πέρασα αδιάκριτα στα πιο προσωπικά τους, για να ευχαριστήσω εσένα μικρό κι αχάριστο. Και το αποτέλεσμα ποιο είναι; Να ζητάς ακόμα. Τι ζητάς επιτέλους; Γιατί δεν μένεις όπως είσαι; Εμείς, σ εσένα βασιζόμαστε για να δούμε ευτυχισμένα γεράματα. Κι έρχεσαι τώρα και τι μου λες; Πως δεν σε φτάνει η φυλή, τα έθιμα και η ζωή μας; Πως δεν σου αρκούν οι ικανότητές μας και θες κάτι περισσότερο;»
«Θέλω!» απαντά το μικρό και χτυπά με πείσμα το πόδι του κάτω.
«Και τι θες; Ξέρεις τι θες;» επιμένει η μαμά –Αλεπού.
«Θέλω να μάθω τι σκέφτεται και τι ονειρεύεται το κορίτσι στο σπίτι με τα πολλά κλειστά παράθυρα»
Η μαμά-Αλεπού, κάθισε σε μια πολυθρόνα αδύναμη.
«μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει κάτι τέτοιο»
«Ποίος τρόπος;»
«Να τυλιχτείς στο λαιμό της. Έτσι θα ακουρμάζεσαι τις σκέψεις και θ ακούς τα όνειρά της»
«Και πως μπορώ να το πετύχω αυτό;»
«Μόνο με τη θυσία» απάντησε η μαμά-Αλεπού.
«Θυσία; Τι είναι αυτό;» απόρησε η απεπουδίτσα.
«Είναι κάτι σαν…πώς να στο πω. Κάτι σαν παιχνίδι»
«Αχ ωραία! Και ποιοι είναι οι παίχτες; Πως ακριβώς παίζεται; Ποιος νικάει στο τέλος;»
«Πολλές ερωτήσεις μαζί…οι παίχτες είναι αθώοι και ένοχοι. Πότε νικάει ο ένας και πότε ο άλλος…και μοιάζει με κάτι σαν κρυφτό και κυνηγητό μαζί;»
«Κατάλαβα. Και πως το λένε;»
«Το λένε….Το Κυνήγι της Αλεπούς» είπε η μαμά-Αλεπού, σηκώθηκε και φίλησε το μονάκριβό της σταυρωτά.

Το μικρό αλεπουδάκι, κίνησε τρέχοντας να παίξει το παιχνίδι που θα την οδηγούσε στο σπίτι με τα πολλά κλειστά παράθυρα. Τώρα, θα είχε την ευκαιρία να ζήσει κοντά στην κοπέλα που αγαπούσε τόσο πολύ. Αφού εκείνη δεν έβγαινε ποτέ έξω, θα κλεινόταν αυτή μαζί της.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Να σαι εσύ;


Να είσαι εσύ η νέα λέξη

απρόσμενα χειροπιαστή

ωσάν ανάπαυλα ταξειδιού

ανάμεσα ουρανό και γη;


Να είσαι εσύ η κολυμπήθρα

όπου θα βαφτίζεται

η καθημερινή μας ήττα με τον θάνατο;

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Να βρέθηκε τώρα το "ΛΙΜΑΝΙ' της δικης του ζωής;

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ο ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ
ΕΦΥΓΕ!
ΝΑ ΔΟΥΜΕ
ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΜΕΡΟ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ
ΣΕ ΠΟΣΗ ΚΑΡΔΙΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ.....

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Πως δεν σκεφτήκαμε κάτι τόσο απλό;

....πως όλα πεθαίνουν στην νομιμότητά τους!
Ας δώσουμε ονόματα λοιπόν
στις αγρυπνίες μας!
Υπάρχει καλύτερο ξόρκι απ' αυτό;

ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕΣ.....

....εφτά Ήλιους σφράγισες
κι ο Θεός σκοτείνιασε
ήχο σώματος απόχτησε
κι έτριξε την καρέκλα απέναντί μου
"Σε παίζω μία" είπε
"Τι χάνεις"
"Τις νέες πτυχές του δέρματός μου
π' αχνίζουν άγνωστο"
απάντησα
κι εκείνος έφυγε।
Φοβήθηκε μη χρειαστεί
να λύσει τα αινίγματά του.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Τη πολύβουη σιωπή
ακολουθώ
σε φρέσκο Χάος
λες και πυξίδα μου έχω
μόνο την έγνοια σας....

στα αδέρφια μου

Με τόση αγάπη
πόσους ανθίσαμε κήπους!
Η νέα σας μνήμη
να περιέχει κάποια παλιά μυρωδιά;

ΤΩΡΑ ΤΙ;

Ήρθα φιλάρεσκα στα μάτια σας
και καθρεφτίστηκα
Σελήνη σ επιφάνεια νερού
διπλή, τριπλή και τετραπλή
ίσα παιχνίδι
μη και τρομάξω
και φύγω πίσω
κει που παιδιά
φτερά αγγέλων ξαίνουν....

Κι εμεινα.

Και τώρα τι;

Πού το γεφύρι που μας ένωνε;
κι οι Ήπειροι πατρίδα μιά;
Η αντάμωση κι η ανταμοιβή;
η ισορροπία
Πού;
Τα ίχνη πού;
Κι οχορός του μυαλού
και η σύζευξη;
Η Πανσέληση συμφωνία
των κοινών αϋπνιών μας
Πού;
Και του Φωτός η ειλικρίνεια;

Στον Σωκράτη

Ντύνομαι σήμερα κι εγώ
το νυχτερινό ναυάγιο
Ναύτες πνιγμένους
ενώτια κρεμώ
Και βγαίνω.
Με σας
-γεροδεμένους εραστές της ζωής-
αλάτι στις αρθρώσεις
του μυαλού μου.....

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Ξέρω κάτι ανθρώπους...

Ξέρω κάτι ανθρώπους
που σπουδάζουν την προδοσία γελαστοί
Κι άλλους που την πανωλεθρία
των ερώτων μελετούν
σε ανατομικά τραπέζια.
Αυτούς που υπερβαίνουν
των αγαπημένων τους ορίζοντες
και φεγγοβολούν στο αίμα τους
τους σφιγμούς του κόσμου
Ξέρω λίγους που στον καθρέφτη τους
κοιτάζονται με τον θάνατο
χωρίς να νοσταγούν
μα κάθε μέρα σταυροδρόμια
χαράζουν καινούργια
για να ζουν το σάστισμα της επιλογής
Και κάποιους ποτάμια αφρισμένα
να μη γυρεύουν όχθες
την ορμή να κατευνάσουν....
Είναι θαρρώ αυτοί,
που δεν κουράζεται να περπατά μαζί τους
η Αιωνιότητα.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

Να πολλαπλασιαζοταν έτσι εύκολα η ομορφιά....


ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΣ ΝΤΡΟΠΗ

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΉ ΜΑΣ ΝΤΡΟΠΗ

....και μαστορικά εκείνοι
μέσα μας κατοικήσαν
πολύβουο, πολυμήχανοι
αμέτρητοι
Κι εμείς να δραπετεύσουμε
εκτός μας
δεν επροκάμαμε
Παρά σε μια γωνιά ασφυκτική
ασφυκτιούμε
ομοιόματα ολόϊδια
των εαυτών μας..


ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ
ΣΥΓΓΕΝΈΨΑΜΕ
ΜΕ ΣΙΩΠΕΣ ΑΡΧΑΊΕΣ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ.

ΩΣΠΟΥ
ΦΛΟΓΟΒΟΛΗΣΕ ΤΟ ΑΙΜΑ
ΚΑΙ ΥΨΩΣΕ ΤΑ ΛΑΒΑΡΑ.

Τότε αναδύθηκα κι εγώ
από τα βαθύτερα ελη
και διεκδίκησα μερίδιο Φωτός.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Μου είχες πάρει σπορτέξ για να τρέχω....Θυμάσαι;

Οι μέρες φορτωμένες ήσαν
κι εμείς τρυγούσαμε
λες και η αχορτασιά
τη λίμα την κατοπινή μας θα κατεύναζε.


Τώρα οδοιπόροι γυμνοί
χωρίς ένα Σταυρό απάνω μας
να δείχνει δρόμους μαρτυρικούς
έτσι....για παρηγοριά.


Οι μέρες λέγανε όλα δικά μας
μα βράδυαζε και σώπαινε η Μαρία


Λέω
να επιχειρήσουμε
δριμεία επιστροφή
στους χώρους των νεανικών μας συρράξεων.
Γιατί οι παραλογισμοί
καλά μας συντηρούν
σε κενά απουσίας.
Κι άλλο που δεν θέλουν εκείνοι.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

ο φθονος τις νυχτες ερχεται....

Τις νύχτες Ξένε μου φθονώ
Εστεμμένοι
των Γαλαξειών αυτοί
Αρχιφωτιστές
κι εμείς
φανάρια άηχα
σε έρεβος πολύβουο

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Αυταπάτη

Το βλέμμα σου έρχεται
απ' την ομίχλη των αιώνων
εξουσιάζοντας τη νύχτα
και το σώμα
το ντυμένο με πορφύρα.
Μετέωρη στο λάξευμα του χρόνου
εγκαλώ τις ωραίες συγκινήσεις
προσδοκώντας
....το κάλεσμα

Το ποιήμα ανήκει στην Αλεξάνδρα Δήμου.

Αφιερώνεται εξαιρετικά στην Πηγή που πάντα θα τροφοδοτεί τους ποταμούς της...
και στο Φεγγάρι του corte Martinoni που θα βρεί πάλι την συνοχή του για να φωτίζει τις άφωτες νύχτες μας.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Ιστορες θεοί τούτων

Και ήρθε η σιωπή
με το βάρος της θάλασσας
όταν είχα λησμονήσει ότι
και τα πιό απέραντα μάτια
χάνονται κάτω
απ' τον έναστρο ουρανό.
Καθηλωμένη
στο μακρινό διάστημα
που θα μας ενώνει
στους αιώνες των αιώνων,
πάνω στη σκούρα πέτρα
και στα λευκά μάρμαρα,
μοιάζω να μην έχω
τίποτα να τελειώσω
έξω απ' τη φυλακή μου.
Ωσάν να μη με περιμένει,
ίστορες θεοί τούτων,
κανένα όνομα αγάπης.

Απο το βιβλίο "Ίστορες Θεοί Τούτων"
της αγαπημένης Αλεξάνδρας Δήμου.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

ΤΟ ΤΥΦΛΟ ΣΚΥΛΙ

Τη Παρασκευή μας βρήκε η Σοφία
Ευφροσύνη την είπαν
εσύ την ξαναβάφτισες
δεν μπορεί -είπες- παρά
στα τόσα της δεινά
να πνίγηκε το "ΕΥ"

Μας έφερε ένα τυφλό σκυλί
"Κρατείστε το μέρες τρείς" είπε
"τη λένε Κάρμεν
κατηγορήθηκε για φόνο
και δικάστηκε σκοτάδι"

Εμείς,
μοιράσαμε τα κόκκαλά μας....
κι η Κάρμεν τάγλυψε,
τάπαιξε,
ταχωσε
ύστερα έψαξε ένα πόδι,
η μυρωδιά ποδιού
να κοιμηθεί στη σιγουριά του.

Τα βράδια, η Κάρμεν
πότιζε το χώμα - τόθελε αφράτο-
κι ύστερα έβγαινε
απ΄το κιγκλίδωμα του κήπου
και συναντούσε τις λογής διαστροφές
όμως τα πρωϊνά;
λιβάνιζε το σπίτι
έπινε καφέ
κι άκουγε ρέκβιεμ αφηρημένα
τις τύψεις της
στη λύπη καθαγιάζοντας

Εμείς;
περιδιαβαίναμε αδιάβαστοι
τους τοιχους
δοκιμάζαμε με ήχους αν ωρίμασαν
τα φρούτα
και συνεχίζαμε περί "αθανασίας"
δίχως να κινδυνεύουμε απ΄το παράπτωμα
του βίαιου θανατου
Εσύ ειδικά
είχες πάψει να μιλάς
για την αισιοδοξία του "ΕΥ"

Τη δευτέρα ήρθε η Σοφία।
Η Κάρμεν αναγνώρισε
την ιστορία των βημάτων
"Που πήγαν όλοι;" ρώτησε
κι η Κάρμεν την γοήτευσε με συστολή
σκυλίσια
"Καλά...καλά....δε σε μαλώνω"
"μα μη το ξανακάνεις"
"σε λίγο δεν θάχω ανθρώπους"
"να σε φροντίσουν.....όπως πας...."

Γέμισε τα πνευμόνια της θυμίαμα
"Κάμε τον σταυρό σου σαν ΚΑΛΟ ΣΚΥΛΑΚΙ"
παρότρυνε
κι η Κάρμεν βούλιαξε σε βαθύ σταυροκόπημα।

Η Σοφία
πήρε αγκαλιά το τυφλό σκυλί
μην πληγωθεί
στου εσκαμμένου κήπου
την ανομοιομορφία
κι έφυγαν.

αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους μπερδεύουν την ευγένεια με την δουλικότητα.

Στον Σωκράτη

....δεν υπάρχει μαράζωμα χθόνιο
νέα γη και παλιά συνυπάρχουν
σε μια τέλεια σύζευξη
που φωλιάζει στο χρόνο

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

ΠΙΟ ΠΕΡΑ...

Ε....τώρα αφήστε με
ν' ακούσω των πουλιών
τις φωνητικές αψιμαχίες
Και των νερών ο βασιλιάς
κέλαδους μου υπόσχεται
αμίμητους
Κι οι μέλισσες πτήσεις ερωτικές
και γευματα σε κάλυκες
Πως να μη κοινωνήσω
σε τέτοιαν Όστια;
Στο κάτω-κάτω
χρόνια προσπαθώ να εξηγήσω
πως παράσφιξ' ο κλοιός
Λέω ν' αρπάξω
παραμάσκαλα την τρέλλα
και να τραβήξω
απ' τη συγκατάβαση Πιό Πέρα

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

σκοπευτης

Ο πόνος σκοπευτής μ' έχει κεντράρει
Φαντάζομαι τι θέαμα του δίνω
Γι αυτό κι εγώ τα νύχια μου λιμάρω
τα βάφω κόκκινα
με κείνο το μανό του ογδόντα τρία
Φορώ της μάνας μου το καπελλίνο
και της γιαγιάς τη χρυσαφένια πελερίνα
......Γοβάκια δεν μου άφησαν
Τα χάλασε η χαμένη η αδελφή μου
στο χορό του βασιλιά.
Βολεύω τα σπορτέξ μου το λοιπόν
και βγαίνω.
Λέω
να πάω στο στόχαστρο κοντύτερα
Μην είναι σαν κι εμένα
οπλισμένος ελλιπώς.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

οι νεκροι

Οι νεκροί είναι δω
γύρω μου
Οι νεκροί είναι δω
μέσα μου
Οι νεκροί είναι δω
κι ο Θεός
ο Θεός είμαι γω
κι η λάσπη
Οι νεκροί είμαι γω
κι η Ανάσταση
Οι νεκροί είναι δω
φίλοι
κι ο Θεός μου εχθρός
γύρω
κι ο εχθρός είμαι γω
κι οι νεκροί
στις στοές του Ναού
πατούν
κι ο Ναός είσαι συ
κι εγώ
Ναός και τάφος
και έρεβος।
Οι νεκροί ανασαίνουν
εδώ
και εγώ χωματένια
οσμή
και σήψης υφή
κι οι νεκροί
οσμή και σήψη Θεού
κι ανθρώπου
απλού κι αναστάσιμου
γιατί ο Θεός μου
νεκρός
κι οι νεκροί μου
Θεοί
και σκώληκες
π΄απ΄τις πλάκες αργά
ανα-φύονται
και καντήλια κι εικόνες
νεκροί
και οι Άγιοι φίλοι
μα νεκροί
και εχθροί παρόντες
με σουρσίματα
και γύρω-τριγύρω
βήματα
από ψυχή και δέρμα
και νόηση
ανόητη κι ανάπηρη
νόηση
που οι νεκροί την δείχνουν
μεγαλύτερη।
Οι νεκροί είναι δω
και μέσα μου
οι νεκροί οι ωραιότατοι
μέσα μου
και πάνω μου οι νεκροί
πανευτυχείς
γιατ΄είναι νεκροί
Κι ο Θεός
κι η ελπίδα
το μέλλον νεκρά
Κι εγώ Θεός
με στόμα νεκρών
σε ώτα νεκρών να μιλώ
λέξεις ζώσες
Γιατί ο Λόγος ζει....

(από τη συλλογή "ΠΙΟ ΠΕΡΑ")

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

ΣΕ ΣΙΩΠΗ

Σε σιωπή
φιλόξενη
το κορμί εμπιστεύομαι
άχνα ζωής
ταξιδεύτρα
ξεκινώ
Με τα μάτια ετοίμασε
μονοπάτι στη νύχτα
υπόνοια μετατόπισης
δια περαστή
έρχομαι
Τόπο κάνε
αύρα αγάπης
ανάσανε με...
Ήρθα।
(από τις ΩΔΊΝΕΣ )

νανούρισμα....
Κοιμήσου εσύ κι εγώ τραβώ
σε κίνδυνους
μια κι ήρθε
η ώρα τα μυστήρια να μ΄αποκαλυφθούνε....
(από τις ΩΔΙΝΕΣ)

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Μία και μόνη
αποσκίρτησε
εκτός παρτιτούρας
διαλαλώντας ανεξαρτησία.

Ο Μέγας Μαέστρος
μειλίχια χαμογελώντας
εμπιστεύτηκε πως
"έτσι...καταδικάζεται
σε μοναξιά ισοβίως"
....και ξαναγράφει τη Συμφωνία
δίχως την νότα
που υποτροπίασε...ελευθερία


Οι στοχασμοί τελευταία
δείχνουν τόσο εξαθλιωμένοι
που αποφάσισα
πως δεν είμαστε εμείς
που τους καταδιώκουμε.
Αυτοί είναι
που δεινοπαθούν να μας κατακτήσουν
έτσι επαρκείς
στις πολυθρόνες μας

Στην επόμενη Αγιογραφία
θα σε συναντήσω
απρόσκοπτα.
Εσύ θα είσαι η Αγία
κι εγώ
η μηχανορραφία

Βόρειε....αδυσώπητα
βορά θα σε κάνω
μιας αστραπής
καθαρότητας Μεσογειακής
Να δεις
σε τι τεράστιο στομάχι
χωνεύομαι εμείς
τους επιδρομείς....

(....στους ανομολόγητους έρωτες)
Μη περιμένεις με την....Αφή
να τεκμηριώσεις την ύπαρξή μου
Η ιδέα μου είναι που λατρεύεις.....


ΕΡΗΜΙΑ
θ΄αναγνωρίσω τον νεκρό
δίχως αντίρρηση
νάχω για κάποιον να μιλώ

Ψαχνω το μπλουζ που αγαπάει την Α Ν α Ρ Χ Ι α
Γιαυτό...σε καταγεγραμμένες περιπτώσεις μη ψάχνεις।
Εκτίω ποινή άγραφης ρήτρας

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Στην Μαρινα

Αν αγαπάς,
προσεκτικά
το δέρμα σου να εκ-δυθείς
και ατραυμάτιστο στην σαρκοφάγο
ενός του βλέμματος
να θάψεις.
Μη χρειααστεί
-την κρύα του έρημο διαβαίνοντας-
ενισχυμένη προστασία
και δεν την έχει.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΔΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ

Από δω πάνω

Πόσο γραφικός δείχνει
ο ανυπόμονος να χαθεί
κόσμος μας!




Κάποτε, λέω κάποτε,
να ανακρίνουμε την ταραχή τους.
Ίσως ετεροχρονισμένα
ανακαλύψουν
πως εγκλημάτισαν
πιστεύοντας πως ο ουρανός
ήταν είδος "αρόσιμον"


ΤΕΛΕΙΏΝΕΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ ΣΕ ΧΡΏΜΑ ΠΥΡΗΝΙΚΌ

Και πως να λουφάξεις
σε μιας συγνώμης τη γενναιοδωρία;

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ

Ένα φεγγάρι εξαντλημένο

σβύνει στο λάκκωμα

του γοφού σου



Πως αλλιώς

παρά με σιγή

να διαλαλήσεις

τον έρωτα;



Τώρα

δυνάμωσα απ' τα φιλιά

για να κρυφτώ στις ερημιές

ένός μάταιου γέλιου.



Τη λεπτότητά σου

δεν μπορώ αδρά

να περιγράψω

Μόνο να την περι-ηγηθώ

με βλέμα

Αργώ-πλοον το ερωτικόν.



Εσύ ένας αστέρας

κενοφανής

πως και προσδίδεις

τόσην ορμή

από αρχαία

κοσμογονικήν έκρηξη;







Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Στους Αγαπημένους πέρα απ' αυτόν...

Ο θάνατος στην ήττα του
ήταν
βαθύτατα ωραίος
εως Ιερός
κι εμείς...
χλευαστικά ριζώματα
νειότης

Ο θάνατος στην ανοχή του
ήταν
βαθύτατα σκεπτικός
εως Ιερός
κι εμείς...
τοπία ξαφνιασμένα
κάτω από την επέμβαση
του ζωγράφου μας

Ο θάνατος στην νίκη του
είναι
βαθύτατα μονήρης
έως Ιερός
κι εμείς...
προσκυνητές στωϊκοί
του αναπότρεπτου.


Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Μηπως να πετούσαμε τα κυάλια, φίλε Μιχαήλ;

Βαθύτατη δοκιμασία
κι η σημερινή....
Σ'αυτήν την έξοχη εξοχή
όλα νάναι θαυμάσια
μεσ' την απλότητά τους
Με μόνη εξαίρεση
οικτρή
το ανθρώπινό μου το μυαλό
Που δεν τα βλέπει
-ενώ μπορεί-
αλλά τα σκέπτεται
-αν και δεν δύναται
να τα σκεφθει-

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

.....ΔΙΑΣΩΣΤΕΣ

Ποιός λοιπόν να πασχίσει να μας πείσει
πως η κοσμική απώλεια
είναι
δικός μας αντικατοπτρισμός;

Οτι είμαστε
οι δυνατότητες του θεού μας
στην πιο νωθρή του έκφραση;

Ότι η νύχτα
είναι πολύ εύρωστη
για ν' αναμετρηθεί μαζί μας;

Πως τα συρτάρια με τους στίχους
είναι κάτι
σαν λέσχες εφιαλτών
για μέλη εξειδικευμένα;

.....όταν
στο αργό χαρακίρι του Αιώνα
μπορούμε ακόμα
καρδούλες
να κατασκευάζουμε από τσιρότα;

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

το ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΕΡΑΚΗ

"Άφιλων καιρός
σε μοιραία τρίστρατα
περαματάρης...."

ΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Θροϊζω συμετοχή
στη χρυσή σου αν-Ισταμένη
άνεμος πρωτάρης
σε αρχαίο κυπαρίσσι
να ομιλεί
νέα γράμματα


Πάνω σε στάχτες
τώρα πια τραγουδισμένες
ισχνότατο σώμα
σου δωρίζω
αντίς για χαρακιά ουρανού
προς το γαλάζιο
πούχεις ανάγκη


Τα μάτια απ΄τον πύργο σου
θα ξεκρεμάσω
να ταξιδέψουν σε μιαν ευθεία
ειρηνική
ακλάδευτα επιτέλους
από σκληρά υλικά
σεισμούς
κατακρημνίσεις
κι ιλιγγιώδεις έρωτες.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

ΜΗΝ ΑΡΝΕΙΣΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΣΩΘΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΩΜΑ. γιαυτό...

Προτείνω να μην δώσουμε πίστη σ΄αυτούς που ισχυρίζονται πως η ευτυχία φωλιάζει σε μια καλή κρυψώνα।
Πως λέμε, χαμένη μνήμη, χαμένη έμπνευση, αθωότητα, ζωή τελικά.
Αφού νοιώθουμε τους κραδασμούς της υποδόρια.....

Σάββατο 14 Ιουλίου 2007

Θαλασσινή η νοσταλγία

Σαλάχια ευλύγιστα βαθειά μου
υγρές μνήμες νησιών
την άσφαλτο του άστεως
σε άμμο θαλάσσης παρ-αλλάζουν
ταράζοντάς με
στην προσαρμογή

Και πάλι γίνομαι ύδρα κι υδρία
ύδωρ γλυφό
στην λειψυδρία
πίνοντάς με
πολυχρωμίες παραθύρων να ποιούν
και θυρών
πελούζες γερανιών που ελπίζουν
και γύρω-γύρω φράξιες δειλινών
τελείες βυσσινιές
σε πρόταση ημέρας
π΄αρχίζει με το τέλος της....

αφιερωμένο εξαιρετικά στους φίλους που δεν απάντησα.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Είναι νια βίγγλα - στο χείλος γκρεμού
υποθαλάσσιου -μπορεί στη Βορεινή
πλευρά της Ατλαντίδας
όπου Σαπφώ και Αλκαίος
ακόμα καθορίζουν
στο πέλαγο του Αιγαία
τη γεύση.

Και στέγη υπάρχει - αιωρούμενη
σε ρεύματα υπόγεια -απ' 'οπου Ταξιάρχης
και συνοδοί
μάνητες ασεβών αποκαθαίρουν
μ υπομονή Ιώβεια -μακρόβια
σε σύστημα ενού χρόνου
αγέννητου.

Κι εκεί σιμά - στων άπαρτων των κάστρων
τη συστάδα - δραματικές οι αυτόχθονες
επιχειρούν ενώσεις - έρωτες μάχιμους
θα πει - από πούσι, πλαγκτόν, ελπίδα και όνειρο.

Κι αν πεις τη γούβα - αναπάντητη
ξερολιθιά θαλασσινή - γύρω φράχτες οι αχινοί
κοχλίες, αχιβάδες, μελιού λαϊνια
κι υδρίες ναυαγίων
όπου Άγγελοι τρισάρμενα-τρικάταρτα σκαρώνουν
με τη γοργόνα του Αλέξανδρου - να γίνεται ακροπρώρα
περίτρανης, περίτεχνης απαντοχής.....


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΥΡΠΟΛΗΘΟΥΝ ΜΑΖΙ ΤΗΣ.




ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

σε λίστα αναμονής
δεν γράφτηκε ποτέ
όχι γιατί τον φόβιζε η άμιλλα
μα τούφερνε αηδία
των επινικείων η χυδαιότητα...

ΣΠΟΝΔΗ

Πανάρχαια παράκληση
μ΄ένα ορτύκι
βασιλικό
δυο-τρεις δεκοχτούρες
λιβάνι,κάμα και φωτιά
σ΄άνεμο δύστροπο θα κάμω.
Απόλυτα σιωπηλή σπονδή.
Αφού χτυπιούνται πια οι φωνές
προτού τη γέννησή τους.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Μέρα μεσημέρι ποντίζεται
στης θερμής γης
τ΄ανάερα ρεύματα
νοσταλγία λες
παλινδρομούσα
μαιάνδρους ατελεύτητους

Σώμα Αρχαγγέλλου να συσφιχτεί
σε λειτουργειό απόδειπνο
ως στυλωμένος από ψαλμό
απ΄τη γεωγραφία πιο πέρα του νου

Όπως σπηλιά νυχτωμένη
κορεσμένη Ωσανά
Ωσανά ν΄αναδυθούν
σε φωλιές
αγέννητων βρεφών...
Ως νεογνό πάνσοφο βουβό
σε κόσμο επιληπτικό
ερχόμενο βίαια....

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

ΚΙ ΑΝ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑΥΣΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΔΗΛΩΝΩ ΠΩΣ......

Νοστάλγησα την παραφορά
που ρεύεται ριγανόμελο

Νοστάλγησα την μακαριότητα
που πάντα
υπόσχεται
απειρογάλαζο ως λευκό

Νοστάλγησα την αγωνία
που αποκεφαλίζει λέξεις
αφήνοντας σε
άναυδο

Νοστάλγησα την διαδρομή
της Εύας
εδώ μπροστά στα μάτια
που πια δεν καθρεφτίζομαι

Το μεγαλειώδες αποκάρωμα ήλιου
σεντονιού λευκού
κι απόλυτης μοναξιάς
σε Κυριακάτικο πρωινό
απ΄αυτά που δεν πρόλαβα
γιατί δείχνανε αιώνια.

Να ακροβατήσω νοστάλγησα
ανάμεσα στο Άλφα και το Βήτα
ποδοπατώντας την ισορροπία τους

Την καθαρότητα της επιθυμίας
που δεν γνώριζε
που να στραφεί

Τις σκοτεινές συνειδήσεις
των οικοδομών
που δεν μου αποκαλύφθηκαν

Τη νοσηρή αγάπη
για τις ιδρωμένες μασχάλες των αδελφών μου

Τα ξαδέρφια που δε φίλησα

Τα επικίνδυνα πηγάδια

Τα φίδια που σβαρνίζαμε
στα πόδια μας

Την συνείδηση του κακού
που σβαρνίζαμε
στην ξέφρενη έκπληξή μας

Την εκπληκτική μας αφέλεια
στην απελπισία των ενηλίκων

Την ανήλικη εμμονή στην ελπίδα

Τις μυρωδιές των ημερών

Τον βαρύ γδούπο της Παράδεισος
στη βαθιά μου κόλαση.

Τη σοφία των καρπουζιών

Την άμμο από τις φράουλες

Τη πυρκαϊά των συναισθημάτων
να καίνε την ήρεμη σεμνοτυφία του αιώνιου

Την κάψα των αγοριών

Την ματαιωμένη αθωότητα των κοριτσιών

Τον πρώτο ξυλόγλυπτο
πολιορκητικό κριό

Τη συκιά τον Αύγουστο


Επειδή όλοι υπονοούν ότι γνωρίζουμε το στίγμα των πραγμάτων, μόνο αφού έχουν συμβεί.....

προτείνω Να ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ.

Κυριακή 13 Μαΐου 2007

ε ρ γ ο γ ρ α φ ί α..

Η Αγία πόρνη της καρδιάς του
εκδ: Εμπειρία Εκδοτική 2002
οπισθόφυλλo:
"Τώρα θέλω να το μπάσεις αργά αργά, με το μαλακό στο νόημα. Ένα παιδάκι είναι. Με το μαλακό. Έχει καιρό μπροστά του να δει την ασκήμια. Μάθε το να μιλάει σαν πρέπει, να σέβεται, να ντύνεται, να φέρεται. Κάμε τη λοιπόν να ανθίσει, μπας και μοσχομυρίσει το βρομερό μπορντέλο μας.”
Μία συγκλονιστική ιστορία για μια κοπέλα τόσο διαφορετική από τις άλλες. Ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη της αγάπης και της αφοσίωσης που θα σας συγκινήσει.
απόσπασμα:
" Ο κόσμος όλος βασιζόταν στην αρμονία. Ο δικός του στην ομογνωμία .........."Στο δάπεδο του σταθμού μια καρδιά κουκουναρένια έχει κομματιαστεί .Μικρές χρυσές σπίθες σκορπίζονται δεξιά αριστερά. Κυλούν.Πέφτουν στις ράγες. Γίνονται ένα με τα χώματα. Ένα με τα γράσα και τα μαύρα μηχανόλαδα.



Η αυτοκρατορία των δήθεν
εκδ: Εμπειρία Εκδοτική 2003
οπισθόφυλλο:
Ο πατέρας είχε φέρει υλικά από παντού. Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε το αποτέλεσμα να είναι ογκώδες και κακόγουστο. Εκείνος, βέβαια, δεν το έβλεπε έτσι. Το ΄λεγε “ τ΄ αρχοντικό μου”. Τότε ήταν που τη θέση του στέγαστρου πήρε μια ράμπα τσιμεντένια που διέσχιζε όλο το κτήμα και που μπορούσε να παρκάρει την καινούργια του Μερσεντές που ΄φερε από τη Γερμανία, όπως και τα αυτοκίνητα όσων φιλοξενούσε. Δηλαδή κανενός. Γιατί ποτέ δε φιλοξένησε άνθρωπο, προφυλάσσοντας έτσι την τιμή του σπιτιού του από επίδοξους ανταγωνιστές και αντεραστές. Ο φράχτης του οικοπέδου έγινε μάντρα με δύο πλίθες, που μετά γίνανε τέσσερις και ύστερα έξι και σοβαντισμένες. Μια νύχτα έγινε κι ένα “ μεγάλο θαύμα” που ο πατέρας τούς όρκισε να μην το πουν σε ψυχή. Επειδή ο καλός Θεός τους, αγαπούσε, μεγάλωσε το κτήμα τους κάπου δέκα μέτρα κι εκεί που μια ψωμωμένη συκιά ήταν έξω από το σπίτι, τώρα είχε φυτρώσει στο μέσα ακριβώς μέρος της μάντρας τους. Ένα πρωί μάλιστα, μετά από μια νύχτα χειμωνιάτικη που ακούγονταν παράξενα χτυπήματα, σαν ανοίξανε τα παράθυρα τους προς το βουνό, είδαν πως η μάντρα είχε ψηλώσει δύο σειρές ακόμα και πως στην άκριά της είχαν φυτρώσει γυαλιά. Πολλά γυαλιά. Λεπτά και χοντρά γυαλιά. Τότε ήταν που η μητέρα Σεμέλη είχε πει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο: « νομίζει ότι επειδή σηκώνει τοίχους, μπορεί να μας φυλακίσει...»
απόσπασμα:
“ Μην το παίρνεις, φίλε μου, προσωπικά, αλλά κανένας δε βγήκε χαμένος από το ψάξιμο. Το λιγότερο που θα κερδίσεις, θα είναι να γίνεις ένας αληθινός άνθρωπος. Γιατί μόνο όταν ξεφεύγει από τον εαυτούλη του το άτομο και γίνεται ένα με τον παγκόσμιο νου, τότε αποκτάει ουσιαστική οντότητα”.
Ο Θεόφιλος ήταν ένα Μοναστήρι. Που υποσχόταν. Χωρίς να χαρίζεται.
Όμως οι τρύπες στη ζωή του υπήρξαν σαν ψίχουλα που δε φαγώθηκαν απ΄ τα πουλιά. Για να του δείχνουν πως έπρεπε να διεκδικήσει από παντού και με κάθε τρόπο όποιον του υποσχόταν όχι κενό, αλλά πληρότητα. Ζέστα. Το κορίτσι στο στιγμιαίο του πέρασμα…

Οντισιόν
εκδ: Εμπειρία Εκδοτική 2004

οπισθόφυλλο:
Η αγγελία έγραφε:
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ κυρία σοβαρή από υπερήλικα απόστρατο του Πολεμικού Ναυτικού με σκοπό το λευκό γάμο.”
Ο ρόλος χιλιοπαιγμένος, ο σκηνοθέτης άγνωστος όπως κι η μοίρα, και η οντισιόν προκαθορισμένη για όλες από τα γεννοφάσκια τους.
Κι όμως, η Λένα, η Μάρα, η Τίνα, η Μάτα και η Ιρίνα, πέντε γυναίκες τόσο διαφορετικές μα κατά βάθος τόσο ίδιες μεταξύ τους, είναι εκεί, στον προθάλαμο, σαν έντομα φυλακισμένα στη ζέστη αναποδογυρισμένου ποτηριού, έτοιμες για την μεγάλη ερμηνεία της ζωής τους.
Η καθεμιά παρίσταται αδιάντροπα και προσπαθεί να πείσει ότι όλες οι άλλες είναι κατώτερες της, ώστε να εξασφαλίσει το ρόλο που θα την βγάλει απ΄ την προσωπική της αφάνεια. Τέτοια ευτέλεια που αλλού θα τη βρεις σε όλο το μεγαλείο της, παρά σε μία οντισιόν για ψυχές;
απόσπασμα:
… Ο ήλιος έχει βγει για τα καλά. Η Λένα νιώθει σαν να ετοιμάζεται να γευτεί έναν καφέ και κάποιος την εμποδίζει. Κι αυτή η εκθαμβωτική μέρα την αρρωσταίνει. Να πρέπει να διασχίσει τώρα την πόλη, να περάσει όλα τα δρομάκια που καίνε κιόλας και αντιγυρίζουν την ανυπόφορη ζέστη. Και φως. Αυτό το φως που την διαλύει. Να φτάσει στο τηλεγραφείο. Πέντε δρόμους ακόμα. Πέρα καφενεία, κόσμος γελαστός, αλαφροντυμένος. Κι αυτή αλαφροπάτητη, αφού αλλού πατάει κι αλλού νομίζει ότι είναι. ΄Η είναι;Είναι στ΄ απόσκια. Στα βαθιά, τα σκοτεινά αινίγματα του Τζώρτζη

Ο Στέφανος του Ελαιώνα - μυθιστόρημα
Εκδόσεις Όμβρος 2000
Η «άλλη» ζωή, ήταν στα σινεμά τα Κυριακάτικα, στις συνοικίες που δεν πλησιάζαμε, στα όνειρα που σιγοψιθυρίζαμε με τους πρώτους φίλους της ίδιας γειτονιάς στα σκαλιά των αυλόγυρων, βράδια καλοκαιρινά. Μόνο
Τους χειμώνες, δεν ονειρευόμαστε. Ήταν πάντα το κρύο, που πάγωνε χέρια, πόδια, ραχοκοκαλιά, σκέψεις. Το πολύ πολύ, γύρω από μια φωτιά που κινδύνευε, τα’ όνειρο ν’ απλωνόταν ως ένα ζεστό παλτό, ή ένα ζευγάρι παπούτσια στο νούμερο μας που οι σόλες του θα γυάλιζαν λείες, δίχως να μας ακολουθεί το ανυπόφορο κροτάλισμα της αποσύνθεσής τους.
Το κροτάλισμα αυτό ήταν που με συνόδευε για χρόνια, σα φάντασμα πεθαμένου υποταχτικού, στα μαγαζιά, όπου θα αγόραζα ζευγάρια παπούτσια με απληστία, σε χρώματα, και φόρμες που ποτέ δεν θα φορούσα. Θα μού ‘φτανε ένα απλό στρωτό ανθεκτικό μαύρο, ζευγάρι διπλόσολα.


Η απόδραση από το φως - μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος 1999
«Ω ναι, ναι. Είναι οι όμορφες ιστορίες που όμως δείχνουν τις πολλές πιθανότητες που υπάρχουν τα παραμύθια να ’ναι εν μέρει αληθινά, πως τα καλάμια είναι μισά στη λάσπη μισά στον ήλιο, έτσι, τα παραμύθια πιστεύω έχουν τις ρίζες στην αλήθεια, τα φυλλώματα στη φαντασία, και τούτο είναι ένα μυστήριο, και ’γω θαυμάζω και σέβομαι τα μυστήρια και σεις είστε ένα μυστήριο και τα λόγια σας μυστηριώδη και ’γω θα ’θελα να σας έχω στην μπλε μου κουνιστή καρέκλα, με το μάλλινο ριχτάρι στα πόδια και να σας ζω κάθε λεπτό σαν γάτα σας σκλάβα ή σαν ευσεβής. Ό,τι θέλατε. Αρκεί να είχα το μυστήριό σας στο σπίτι μου. Δεν μου αρκεί πλέον το πρόσωπο το χάρτινο κάποιον αγίων, ούτε ο βραδινός ο θυμιατός κι η φλόγα του καντηλιού».




Πιο πέρα… Συλλογή ποιημάτων
Εκδόσεις ERGO 1999
Δε κατάλαβα
Πότε οι υποψίες πέσαν πάνω μου.
Ίσως
Όταν ο ένας άρχισε
Τον άλλον να κοιτάει.
Κι εγώ ξεχάστηκα
Δεν κοίταξα κανέναν.
Βλέπεις
Του ήλιου το λαμπάδιασμα
Με είχε απορροφήσει…



Η κουμπάρα η Μαργαρίτα - μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μπουκουμάνης 1998

Η Μαργαρίτα είναι ένα κορίτσι που βρίσκεται στο κέντρο οικογενειακών συγκρούσεων. Μεγαλώνοντας θα γίνει το λουλούδι που ο καθένας θα μπορεί να μαδάει τα πέταλά του μετρώντας την αγάπη του. Η Μαργαρίτα θα μεταλλαχθεί σε χωνευτήρι ιδεών και τάσεων, φυτώριο μελλοντικών ανατροπών.
Σαν μια ομάδα ή μια κοινωνία, όπου από την νηπιακή – υλιστική ηλικία, μέσα από ρήξεις, επαναστάσεις, πανωλεθρίες, τραυματισμένη αλλά αποφασισμένη, θα φτάσει σ’ αυτήν της πνευματικής ωριμότητας.





Οι οδύνες της μετάλλαξης Συλλογή ποιημάτων
Εκδόσεις Δίφρος 1991

«Κάποτε…
θα παγιδεύσω μια γραφή
απ’ αυτές που ρέουν
σε άλλες διαστάσεις.
Τότε…. Θα μιλήσω για σένα». ..